- ένθρυσκον
- ἔνθρυσκον και ἄνθρυσκον, το (Α)άγριο φυτό με σκιαδωτό άνθος, κατά το λεξικό Σούδα παρόμοιο με τον άνηθο και τον μάραθο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άνθρυσκον — ἄνθρυσκον, το (Α) είδος μαϊντανού με σγουρά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού». Υπάρχει και δεύτερος τύπος ένθρυσκον, ο οποίος είναι μάλλον υστερογενής] … Dictionary of Greek